- τράπεζ'
- τράπεζα , τράπεζαtablefem nom/voc sgτράπεζαι , τράπεζαtablefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
καμπανάρης — και καμπανάρος, ο (Μ καμπανάρης) 1. κωδωνοκρούστης, ιδίως μοναστηριού 2. γεν. νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπάνα + κατάλ. άρης*, πρβλ. αλογ άρης, τραπεζ άρης ο τ. καμπανάρος από μεταπλασμό τού καμπανάρης κατά τα ουσ. σε ος] … Dictionary of Greek
καρακάλλιον — καρακάλλιον, τὸ (Α) πάπ. υποκορ. τού καράκαλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράκαλλ ον + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, τραπέζ ιον] … Dictionary of Greek
καχρυδίας — καχρυδίας, ὁ (Α) 1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι 2. φρ. «καχρυδίας πυρός» είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ (κάχρυς, υδος) + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιμακ ίας, τραπεζ ίας)) … Dictionary of Greek
λυσσήεις — λυσσήεις, εσσα, εν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μανιώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. ήεις (πρβλ. λωβ ήεις, τραπεζ ήεις)] … Dictionary of Greek
λωβήεις — λωβήεις, εσσα, εν (Α) 1. βλαβερός 2. υβριστικός, προσβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. ήεις (πρβλ. τραπεζ ήεις, φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
πρινεύς — έως, ὁ, Α δάσος από πουρνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + κατάλ. εύς (πρβλ. τραπεζ εύς)] … Dictionary of Greek
τραπεζόεδρος — η, ο, Ν 1. (για στερεά) αυτός τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια 2. το ουδ. ως ουσ. το τραπεζόεδρο α) στερεό τού οποίου οι έδρες είναι τραπέζια β) (κρυσταλλ.) πολύεδρο με έξι, οκτώ, δώδεκα ή εικοσιτέσσερεις έδρες, σχήματος τραπεζίου, από τις… … Dictionary of Greek
φρονιμίτης — ο, Ν ανατ. το δόντι τραπεζίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. τραπεζ ίτης). Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φρονιμῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek